Φέτος το καλοκαίρι είναι κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενα, με περισσότερους από έναν τρόπο. Ένα όμως χαρακτηριστικό του καλοκαιριού είναι ότι όλοι προσπαθούμε να αποφύγουμε τον κόσμο. Ξαφνικά φερόμαστε λες και όλοι μας ενοχλούν. Είναι πολύ κρίμα αλλά είναι και η αλήθεια.
Μέσα λοιπόν σε αυτή την προσπάθεια να αποφύγω τον κόσμο στις παραλίες βρήκα έναν μικρό ήσυχο κολπίσκο, όχι πολύ μακριά από την Αθήνα, όπου μπορούσα να απολαμβάνω το μπάνιο μου χωρίς πολυκοσμία.
Πάω μία-δύο φορές και αντιλαμβάνομαι ότι μιλάνε οι λουόμενοι μεταξύ τους. Οι περισσότεροι έκαναν σαν να γνωρίζονται καιρό. Ταυτόχρονα δεν μπορούσες και να πεις ότι ήταν όλοι στην ίδια παρέα. Ο καθένας καθόταν σε άλλο σημείο. Φαινόντουσαν και διαφορετικοί μεταξύ τους, ηλικίες, στυλ ντυσίματος κτλ. Σκέφτομαι, ή είναι μία παρέα όλοι και έχουν πάρει υπερβολικά σοβαρά την προτροπή για τις αποστάσεις (social distancing) ή κάτι άλλο συμβαίνει.
Ένας αθλητικός τύπος έκανε πλάκα για το καρεκλάκι του που είχε πάνω μία ενσωματωμένη ομπρέλα. Λέει είχε έναν Αμερικάνο φίλο, τον είχε φιλοξενήσει για λίγο καιρό και του το χάρισε πριν γυρίσει στην Αμερική. Μία κυρία ζήτησε από την ‘’διπλανή πετσέτα’’ να έχει το νου της στα πράγματα που θα πάει για μία βουτιά. Ένας μπαμπάς με τα παιδιά του ζήτησε αντηλιακό από μία παρέα με φοιτητές γιατί εκείνος τα ξέχασε και θα τον μάλωνε η γυναίκα του. Καταφθάνει μία κυρία και μία άλλη κοπέλα που λιαζόταν την πειράζει, λέγοντας πως άργησε σήμερα να έρθει για μπάνιο και τα ψάρια την ρωτούσα που πήγε η φιλενάδα τους. ‘’Είναι εξαιρετική σήμερα, πρέπει οπωσδήποτε να βουτήξεις’’ υποδεικνύει μία μαμά στην κόρη της που φαίνεται κάπως διστακτική στη θέα του νερού. Ένα κύριος μόλις δύο πετσέτες παραπέρα σπεύδει να συμφωνήσει “Πράγματι, ένα θαύμα σήμερα η θάλασσα!’’.
Ααα, λέω εδώ, δεν είναι παραλία στην Αθήνα! Εδώ είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι! Στρογγυλοκάθομαι λοιπόν στην πετσέτα μου και αφουγκράζομαι όλες αυτές τις συζητήσεις. Μην γελάσεις αλλά αναρωτήθηκα: - Όλοι αυτοί που κάθονται και μιλάνε, δεν φοβούνται μην έρθει κανείς και κάτσει μαζί τους και μετά δεν μπορούν να του δείξουν το δρόμο της εξόδου;
- Όλοι αυτοί οι κοινωνικοί κύριοι και κυρίες δεν φοβούνται μήπως κουβέντα στην κουβέντα παρεξηγηθεί κανείς και μετά χάσουν το ωραίο και κρυμμένο σημείο που με τόσο κόπο ανακάλυψαν;
- Από την άλλη, μήπως η πόλη μας έκανε πολύ πρακτικούς και αποστασιωμένους που σε μία τέτοια συνθήκη όλα φαίνονται άβολα και περίεργα;
- Τόσος κόσμος κλεισμένος για τόσο καιρό δεν είναι λογικό να του έχει λείψει να πει μία κουβέντα ακόμα και σε έναν άγνωστο;
Δεν σου λέω ότι από τη μία στιγμή στην άλλη αποφάσισα να γίνω κοινωνική, όχι κάθε άλλο. Αλλά ταυτόχρονα κατάλαβα πως απολάμβανα ακόμα και βουβά την παρέα όλων αυτών των ανθρώπων. Το κατάλαβα πως μου άρεσε γιατί αποφάσισα να μην διαβάσω το βιβλίο μου αλλά να χαθώ για λίγο στις συζητήσεις τους.
Υ.Γ. Χθες, επιστρέφοντας από τη δουλειά, ο δρόμος μου διασταυρώθηκε με μία γιαγιούλα. Δεν την γνώριζα. Η γιαγιούλα με κοίταξε σαν να ήθελε να μου ζητήσει κάτι. Σταμάτησα λοιπόν και περίμενα να δω τι χρειαζόταν. Αναστενάζοντας σχολίασε: - Έξω έχει τόσο όμορφο αεράκι. Πως γίνεται μέσα στο σπίτι τα ντουβάρια να καίνε; Συμφώνησα μαζί της πως το αεράκι είναι πραγματικά ωραίο. Μου χαμογέλασε καλοσυνάτα και συνέχισε το δρόμο της. Πολύ χάρηκα που της απάντησα!